Ενδομήτριο ονομάζεται ο ιστός που φυσιολογικά βρίσκεται μέσα στη μήτρα. Ενδομητρίωση είναι η πάθηση κατά την οποία, ο ιστός του ενδομητρίου εξαπλώνεται και εκτός της κοιλότητας της μήτρας, συχνότερα στο περιτόναιο και στις ωοθήκες αλλά μπορεί να βρεθεί και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της πυέλου.
5 – 10 % των γυναικών έχουν ενδομητρίωση. Πολλές από αυτές, δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα γονιμότητας.
25 –50% των γυναικών που έχουν προβλήματα γονιμότητας, έχουν ενδομητρίωση
Συμπτώματα Ενδομητρίωσης
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι ο πόνος περιόδου (δυσμηνόρροια), πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή και το χρόνιο κοιλιακό άλγος. Ωστόσο, είναι δυνατόν, η ενδομητρίωση να μην προκαλεί κλινικά συμπτώματα και να εκδηλώνεται μόνον σαν αδυναμία σύλληψης.
Ενδομητρίωση και υπογονιμότητα
Μέχρι σήμερα, δεν έχει αναγνωριστεί κάποιος μηχανισμός που να συνδέει την ενδομητρίωση με την υπογονιμότητα. Κάποιες θεωρίες έχουν προταθεί, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η απόδειξη ότι κάποιος μηχανισμός προκαλεί την υπογονιμότητα.
Μηχανισμοί που έχουν προταθεί είναι οι πυελικές συμφύσεις που δημιουργούνται εξ αιτίας της ενδομητρίωσης, η αυξημένη συγκέντρωση προσταγλανδινών στο περιτοναϊκό υγρό και παράγοντες φλεγμονής μπορεί να προκαλέσουν πρόβλημα στην λειτουργία των σαλπίγγων και ενδεχομένως πρόβλημα στην ικανότητα μεταφοράς του σπέρματος στις σάλπιγγες και του εμβρύου προς την μήτρα. Μπορεί επίσης να προκαλείται μείωση της δεκτικότητας του ενδομητρίου και συνεπώς μείωση της εμφύτευση των εμβρύων.
Τέλος, η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε αλλαγές μέσα στο περιβάλλον των ωοθυλακίων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ποιότητα των ωαρίων και κατ’ επέκταση και των εμβρύων.
Στάδια Ενδομητρίωσης
Η ενδομητρίωση κατηγοριοποιείται ανάλογα με την έκταση, σε 4 στάδια σύμφωνα με το σύστημα σταδιοποίησης που έχει προταθεί από την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM).
Τα 4 στάδια είναι :
Ι- ελάχιστη, ΙΙ - ήπια, ΙΙΙ - μέτρια και IV – σοβαρή.
Διάγνωση
Στην κλινική πράξη η ενδομητρίωση μπορεί να επιβεβαιωθεί ή να αποκλειστεί με την διαγνωστική λαπαροσκόπηση.
Ωστόσο, το ιατρικό ιστορικό, η ύπαρξη συμπτωμάτων, η γυναικολογική εξέταση και ο υπερηχογραφικός έλεγχος θα δώσουν υπόνοιες για την ύπαρξη ενδομητρίωσης, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη ενδομητρίωσης χωρίς την εκδήλωση συμπτωμάτων.
Ενδομητρίωση και Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή
Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα εάν η κάθε γυναίκα που διερευνάται για υπογονιμότητα, θα πρέπει να υποβάλλεται σε λαπαροσκόπηση.
Στις γυναίκες που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα (και έχουν φυσιολογικό υπερηχογραφικό έλεγχο), αν και δεν αποκλείεται η ύπαρξη ενδομητρίωσης, εάν υπάρχει, θα περιορίζεται μόνον στην ήπια μορφή της. Συνεπώς, θα πρέπει κάποιος να ζυγίσει τις πιθανότητες ύπαρξης και διάγνωσης της ενδομητρίωσης με τα πιθανά πλεονεκτήματα της θεραπείας εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη της ενδομητρίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με μελέτες, το θεραπευτικό πλεονέκτημα της λαπαροσκόπησης, είναι ελάχιστο.
Για γυναίκες με στάδιο ενδομητρίωσης ΙΙΙ και IVείναι απαραίτητη η χειρουργική αντιμετώπιση με λύση των συμφύσεων, αφαίρεση των ωοθηκικών κύστεων και αφαίρεση των εστιών ενδομητρίωσης. Η προσέγγιση αυτή αυξάνει τις δυνατότητες επίτευξης εγκυμοσύνης.
Για την περαιτέρω αντιμετώπιση σημαντικός παράγοντας είναι η ηλικία της γυναίκας.
Γυναίκες νεότερες από 35 ετών με ήπια ενδομητρίωση (στάδιο Ι και ΙΙ), μπορεί να υποβληθούν σε θεραπεία σπερματέγχυσης κατόπιν φαρμακευτικής διέγερσης των ωοθηκών.
Μετά την ηλικία των 35 ετών, υπάρχει η φυσιολογική μείωση της γονιμότητα της γυναίκας. Όταν σε αυτήν προστεθεί και η ύπαρξη της ενδομητρίωσης, η γονιμότητα μειώνεται αθροιστικά περαιτέρω.
Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι γυναίκες με ενδομητρίωση παράγουν μικρότερο αριθμό ωαρίων και έχουν χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης.
Είναι συνεπώς απαραίτητη μια πιο επιθετική προσέγγιση με θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αν και η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα της θεραπείας με εξωσωματική, η θεραπεία της εξωσωματικής μεγιστοποιεί την γονιμότητα του κάθε κύκλου.
Πηγές.
Endometriosis and Infertility : a committee opinion
The practice committee of The American Society for Reproductive Medicine.